κωνικότητα

κωνικότητα
η
η ιδιότητα τού κωνικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. conicite < γαλλ. conique < κωνικός < κῶνος. Η λ., στον λόγιο τ. κωνικότης, μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κωνικότητα — η η ιδιότητα του κωνικού, το να είναι κάτι κωνικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”